Μπουζούκια

Τα χρόνια περνάνε, οι εποχές αλλάζουνε και το δήθεν μεγαλώνει κάθε μέρα όλο και πιο πολύ. Αυτό όμως που δεν πρόκειται να αλλάξει ποτέ κανείς όσα χρόνια και αν περάσουν και όσο και αν προσπαθήσει, είναι η ντομπροσύνη, η μαγκιά και ο ήχος από το μπουζούκι! Το εθνικό μας όργανο και το σήμα κατατεθέν μας στο εξωτερικό, που από την πρώτη κιόλας πενιά, μυρίζει Ελλάδα.

Ένα όργανο που πάντα συνόδευε τις μεγάλες ορχήστρες στα σπουδαία και κλασσικά κομμάτια των κορυφαίων μας συνθετών, κατά τη διάρκεια της καλλιτεχνικής τους πορείας. Δε συζητώ δε το πόσο υπερήφανοι θα πρέπει να είμαστε για τους δεξιοτέχνες μπουζουξήδες μας, οι οποίοι είναι αναμφισβήτητά οι καλλίτερου στον κόσμο.

Κατευθείαν λοιπόν και από την αρχή, ατάκα και επί τόπου που λένε, ξεκαθαρίζω τη θέση μου, λέγοντας ότι εγώ προσωπικά είμαι πολύ μεγάλος φαν αυτού του μουσικού οργάνου και νιώθω πολύ μειονεκτικά που δεν έχω μάθει ακόμα να το παίζω, αλλά και αν θα μάθαινα, θα ήθελα τόσο καλά, όσο και οι άνθρωποι που θαυμάζω. Οπότε το βλέπω πολύ δύσκολο να μπορεί να συμβεί αυτό, ακόμα και με το πέρασμα των χρόνων. Σίγουρα η εξάσκηση και η διδασκαλεία σε βοηθάνε να γίνεις καλύτερος και να αγγίξεις την κορυφή, όπως άλλωστε γίνεται και με όλα στη ζωή, αλλά αυτό ή το έχεις ή δεν το έχεις.

Το μπουζούκι έχει περάσει από πάρα πολλά στάδια και διακυμάνσεις και είναι το όργανο που το έχουμε σταυρώσει, το έχουμε αναστήσει, την τρίτη ημέρα κατά τας γραφάς, κανονικά και με το νόμο, το έχουν πετροβολήσει, σαν τη Μαρία τη Μαγδαληνή, το έχουν χειροκροτήσει, το έχουν χλευάσει, το έχουν Θεοποιήσει, το έχουν προδώσει, αλλά για να μας βγάλει από τη δύσκολη θέση, πάλι σε αυτό έχουμε γυρίσει και πάντα αυτό σαν το πιστό μας το σκυλί μας έχει βγάλει ασπροπρόσωπους! Ίσως γιατί βιωματικά και μόνο, με αυτό έχουμε γελάσει, έχουμε κλάψει, έχουμε χορέψει και έχουμε πονέσει περισσότερο, κρατώντας μας συντροφιά και ξυπνώντας μας ξεθωριασμένες αναμνήσεις των παιδικών μας χρόνων, κάπου εκεί στην αλάνα της γειτονιάς μας, μαζί με την παλιοπαρέα μας.

Ότι και να έγινε με το μπουζούκι, όλα αυτά τα χρόνια, εξακολουθεί να υπάρχει δυναμικά στις καρδιές μας και στα εξευγενισμένα πια τραγουδάκια μας! Να μπαίνει στο Μέγαρο Μουσικής και ταυτόχρονα στο χειρότερο σκυλάδικο της παραλιακής. Να το ακούμε σε όμορφα τραγούδια, αλλά και σε φθηνοσουξεδάκια της  μιας ημέρας. Να το παίζουν σπουδαίοι οργανοπαίχτες, αλλά και άτομα που νομίζεις ότι σκαλίζουν τον κήπο τους, επιδεικνύοντας το κηπουρικό τους ταλέντο!

Το πιο παρεξηγημένο, αλλά συνάμα και το πιο λατρεμένο όργανο που χαρακτήρισε μια ολόκληρη εποχή και ιδεολογία, το λεγόμενο "ρεμπέτικο". Μια περίοδο που ο σπουδαίος  Μάνος Χατζηδάκης υποστήριξε με νύχια και με δόντια, πηγαίνοντας πολλές φορές και κόντρα σε ένα μέρος της ελίτ κοινωνίας που τον ακολουθούσε, κάνοντας αφιερώματα αλλά και ολόκληρες δισκογραφικές δουλειές, με λαϊκές επιτυχίες υπογεγραμμένες από τους λαϊκούς συνθέτες της τότε εποχής, ενορχηστρώνοντας τις, με τον δικό του μοναδικό τρόπο, σε οργανική μορφή.

Εδώ δε θα πρέπει να ξεχάσουμε να αναφερθούμε και σε έναν από τους σημαντικότερους και σπουδαιότερους δεξιοτέχνες του μπουζουκιού, τον Μανώλη Χιώτη. Ο οποίος με τις ριζοσπαστικές για την εποχή ενορχηστρώσεις του, παντρεύοντας πολύ εύστοχα διαφορετικά είδη μουσικής, κατάφερε να περάσει το μπουζούκι στα λεγόμενα "μεγάλα σαλόνια" και να το κάνει αρεστό σε ανθρώπους που μέχρι τότε, δεν είχαν ιδέα τι σημαίνει λαϊκή μουσική. Επίσης αξίζει να πούμε ότι έφερε επανάσταση στην ελληνική μουσική και στο λαϊκό τραγούδι, επινοώντας  την τετράχορδη παραλλαγή του μπουζουκιού.

Το θέμα δεν είναι το πόσο καλά όλοι αυτοί οι άνθρωποι έπαιζαν μπουζούκι, αλλά το πόσο μοναδικό και με προσωπικότητα ήταν το παίξιμο τους, τόσο που από το άκουσμα του μπουζουκιού και μόνο ήξερες ότι αυτό ανήκει στον Βασίλη Τσιτσάνη ή στο Γιώργο Ζαμπέτα αντίστοιχα. Άνθρωποι που εκτός από το υπέροχο παίξιμό τους, μας χάρισαν και ανεπανάληπτα τραγούδια, για να έχουμε σήμερα εμείς ένα λόγο ακόμα ως Έλληνες, να κοιτάμε ψηλά.

Και αν τα μπουζούκια που πάντα ήταν ατίθασα εκ γεννησιμιού τους  -πότε με το σπάσιμο των πιάτων, πότε με το πεταγμάτων των γαρυφάλλων, πότε με το φαΐ κατά τη διάρκεια που ο τραγουδιστής ερμήνευε- δεν αρέσουν σε κάποιους, όλοι θα πρέπει να παραδεχτούμε, ότι ήταν ο πιο αυθεντικός και αυθόρμητος τρόπος διασκέδασης και ξεσπάσματος κυρίως για το μέσο Έλληνα, που ήθελε να εκφραστεί και να ξεχαστεί από τα προβλήματα και τις σκοτούρες του, ρίχνοντας μια ζεϊμπεκιά και ξεγελώντας το χάρο, για ακόμη μια φορά!

Αυτά τα μπουζούκια δυστυχώς δεν υπάρχουν πια σήμερα, γιατί ξαφνικά προσπαθώντας όλοι να εκσυγχρονιστούν και να εξευγενιστούν, τρομάρα τους, διαπίστωσαν ότι ανήκουν ρεπερτοριακά και εμφανισιακά, στις ροκ σκηνές! Και εκεί να μείνουν τους παρακαλώ πολύ, για να καθαρίζει σιγά, σιγά το τοπίο… Τα ρεμπετάδικα θα έλεγα ότι είναι τώρα πια πιο κοντά στην ιδεολογία των μπουζουκιών, όπως ήταν παλιά, γιατί αν κρίνω από τα λεγόμενα σημερινά μπουζούκια, θα έλεγα ότι ο όρος οίκος ανοχής ταιριάζει περισσότερο, με χιλιάδες νταβατζήδες και πουτάνες να περιμένουν στη σειρά! Και αν αυτό μας πληγώνει, στο χέρι μας είναι να τους αφαιρέσουμε την πένα από το κακοκουρδισμένο μπουζούκι τους και να δώσουμε με την αδιαφορία μας, ένα τέλος στην παραφωνία τους, μιας και αυτό θα έλεγα ότι είναι οικογενειακή – εθνική μας υπόθεση.

Ανδρέας Λάμπρου 28-8-2012

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις